- μελοδραματοποιώ
- 1. είμαι συνθέτης μελοδραμάτων ή είμαι συγγραφέας κειμένου μελοδράματος2. εκθέτω κάτι με μελοδραματικό τρόπο, υπερβάλλω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μελοδραματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στο περ. Εβδομάς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.